- στράτιος
- και στράτειος, -ία, και -εία, -ον, θηλ. και -ος, Α [στρατός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλεμο ή στον στρατό, πολεμικός ή στρατιωτικός2. φιλοπόλεμος3. (το αρσ.) α) προσωνυμία τού Διός και τού Άρεωςβ) ως κύριο όν. Στράτιοςi) ιερέας στον ναό τού Ασκληπιούii) μυθ. ένας από τους μνηστήρες τής Πηνελόπης4. το θηλ. προσωνυμία τής Αφροδίτης, τής Αθηνάς και τής Ίσιδος5. (το ουδ. ως επίρρ.) στράτιονα) όπως οι στρατιώτες, με στρατιωτικό τρόπο, με βίαιο τρόποβ) με ανδρεία, με γενναιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.